- ομοτικός
- ὀμοτικός, -ή, -όν (Α) [ομότης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στον όρκο, σχετικός με όρκο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀμοτικόνόρκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀμοτικά — ὀμοτικός of neut nom/voc/acc pl ὀμοτικά̱ , ὀμοτικός of fem nom/voc/acc dual ὀμοτικά̱ , ὀμοτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικόν — ὀμοτικός of masc acc sg ὀμοτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικοῖς — ὀμοτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικοῦ — ὀμοτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικήν — ὀμοτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομοτικόν — κατομοτικόν, τὸ (Α) ένορκη βεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμοτικός (< ὀμότης «αυτός που ορκίζεται»] … Dictionary of Greek